Η δίκη κατά της Χρυσής Αυγής

ΑΡΘΡΟ

Το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών στις 7 Οκτωβρίου 2020 χαρακτήρισε το πολιτικό κόμμα Χρυσή Αυγή εγκληματική οργάνωση και καταδίκασε τα εξέχοντα μέλη της σε σημαντικές ποινές φυλάκισης. Ο καθηγητής Δημοσίου Δικαίου και πρώην πρόεδρος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης Βασίλειος Σκουρής, σε άρθρο του λίγες μέρες αργότερα, το οποίο δημοσιεύτηκε στα γερμανικά στον ιστότοπο των κεντρικών γραφείων του Ιδρύματος Χάινριχ Μπελ, εξηγεί την ίδρυση και εξέλιξη της εν λόγω οργάνωσης.

Η δίκη της Χρυσής Αυγής
Teaser Image Caption
Μαζικός ναζιστικός χαιρετισμός στο τέλος της εκδήλωσης για τη «Γιορτή νεολαίας της Χρυσής Αυγής», στο άλσος Στρατού στο Γουδί, Σεπτέμβριος 2011. Η φωτογραφία ήταν ένα από τα δεκάδες ντοκουμέντα που περιλαμβάνονταν στη δικογραφία της υπόθεσης της Χρυσής Αυγής.

Στις 7 Οκτωβρίου 2020, το Τριμελές Εφετείο Κακουργημάτων Αθηνών χαρακτήρισε το πολιτικό κόμμα Χρυσή Αυγή εγκληματική οργάνωση και, με μία σειρά διαδοχικών αποφάσεων, καταδίκασε τα εξέχοντα μέλη του κόμματος, που δεν εκπροσωπείται πλέον στη Βουλή, σε σημαντικές ποινές φυλάκισης, σύμφωνα με το άρθρο 187 του ελληνικού Ποινικού Κώδικα. Για να γίνει κατανοητή η σημασία των αποφάσεων, είναι σκόπιμο να προηγηθεί μια μικρή ιστορική αναδρομή και μία σύντομη περιγραφή της ίδρυσης και εξέλιξης της εν λόγω οργάνωσης.

Η Χρυσή Αυγή ιδρύθηκε στις αρχές της δεκαετίας του ’80 ως πολιτικό κίνημα από τον Νίκο Μιχαλολιάκο, ο οποίος παρέμεινε αρχηγός της έως την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές. Το όνομα «Χρυσή Αυγή» ήταν αρχικά τίτλος περιοδικού που εξέδιδε ο Μιχαλολιάκος. Το περιοδικό προπαγάνδιζε ανοιχτά φασιστικές ιδέες, υμνούσε τον Αδόλφο Χίτλερ και τον γερμανικό εθνικοσοσιαλισμό, ενώ επιτίθετο με προσβλητικούς και συκοφαντικούς χαρακτηρισμούς σε Εβραίους και κομμουνιστές. Οι ιδρυτές του κινήματος μαίνονταν επίσης κατά του καπιταλισμού. Στη δεκαετία του ’90, η οργάνωση επωφελήθηκε αφενός από το αποκαλούμενο Μακεδονικό Ζήτημα και αφετέρου από το πρώτο κύμα μετανάστευσης που έφτασε στην Ελλάδα, αποκτώντας έτσι μεγαλύτερη προβολή. 

Μετά την πτώση της Γιουγκοσλαβίας, η διακήρυξη της ανεξαρτησίας της πρώην ομόσπονδης γιουγκοσλαβικής δημοκρατίας της «Μακεδονίας» και η ίδρυση κράτους με αντίστοιχο όνομα στα βόρεια της Ελλάδας προκάλεσε έντονες αντιδράσεις και έθεσε ζήτημα σχετικά με την τύχη της ελληνικής Μακεδονίας. Παράλληλα, το τέλος της κομμουνιστικής κυριαρχίας στα βόρεια γειτονικά κράτη της Ελλάδας οδήγησε σε ένα (πρώτο) μεγάλο μεταναστευτικό ρεύμα, το οποίο προκάλεσε μεγάλη ανησυχία σε πολλούς στην Ελλάδα και έδωσε την ευκαιρία σε εθνικιστικά κινήματα –όπως η Χρυσή Αυγή– να διαδώσουν τις ξενοφοβικές ιδέες τους. Ο Μιχαλολιάκος και το περιβάλλον του διεύρυναν τη δράση τους και παρουσιάζονταν ως ιδιαιτέρως πιστοί πατριώτες συμμετέχοντας χωρίς επιτυχία στις εκλογές του 1993 και του 1996. Από το ιδεολογικά φορτισμένο περιοδικό δημιουργήθηκε ένα πολιτικό κόμμα, του οποίου τα μέλη συστηματικά και ακολουθώντας τα πρότυπα των φασιστικών κινημάτων μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο ανέπτυξαν μια παραστρατιωτική δομή, απαιτούσαν από τους οπαδούς τους απόλυτη πειθαρχία και συχνά φορούσαν στολές και ειδικά διακριτικά με εμφανείς αναφορές στη ναζιστική σβάστικα.

Πολιτική σημασία μόνο μετά το 2010

Η Χρυσή Αυγή δεν απέκτησε πολιτική σημασία παρά μόνο μετά το 2010, όταν η Ελλάδα, λόγω μιας τεράστιας οικονομικής και χρηματοπιστωτικής κρίσης, αναγκάστηκε να συνάψει με τους ευρωπαϊκούς θεσμούς τα αποκαλούμενα Μνημόνια Συνεργασίας (Memoranda of Understanding, MoUs) τα οποία, ως αντάλλαγμα για την παρεχόμενη οικονομική βοήθεια, επέφεραν σημαντικές μειώσεις στους μισθούς και τις συντάξεις των Ελλήνων πολιτών καθώς και άλλες απώλειες περιουσιακών στοιχείων. Η Χρυσή Αυγή πήρε έντονη θέση κατά των Μνημονίων, κάτι που της απέφερε κάποιους συμπαθούντες. Ακόμη πιο έντονη ήταν η δράση του κόμματος κατά το δεύτερο μεταναστευτικό κύμα, που επηρέασε ιδιαίτερα την Ελλάδα. Ειδικά σ’ αυτό τον τομέα η Χρυσή Αυγή δραστηριοποιήθηκε έντονα και απέκτησε υποστήριξη τόσο στις πόλεις όσο και στην ύπαιθρο μέσω των ξενοφοβικών συνθημάτων και ενεργειών της. Στις διπλές εκλογές του 2012, το κόμμα κέρδισε 18 έδρες στη Βουλή, ενώ στις επόμενες διπλές εκλογές του 2015 κατέλαβε την τρίτη θέση μεταξύ των ελληνικών κομμάτων, λαμβάνοντας περίπου το 7% των ψήφων. Η κοινοβουλευτική παρουσία της έληξε τον Ιούλιο του 2019. Έκτοτε έχει περιορισμένη πολιτική δράση και δεν φαίνεται να βρίσκει πλέον απήχηση.

Ρητορική μίσους και αντισυστημική πρακτική

Στο κοινοβούλιο, η Χρυσή Αυγή έγινε γνωστή για την παρελκυστική της τακτική, τις εμπρηστικές ομιλίες μίσους και την αντισυστημική της συμπεριφορά. Οι πολιτικοί της αντίπαλοι υβρίζονταν και συκοφαντούνταν, ενώ η παραστρατιωτική της οργάνωση διατηρήθηκε και κατά καιρούς παρουσιαζόταν δημόσια. Τα οργανωμένα μέλη και οι υποστηρικτές του κόμματος επιτίθεντο όχι μόνο λεκτικά αλλά συχνά και σωματικά σε άτομα με διαφορετικές απόψεις, ιδιαίτερα σε κομμουνιστές και μετανάστες. Αυτός ο τύπος πολιτικής προπαγάνδας κορυφώθηκε τον Σεπτέμβριο του 2013: στις 12 Σεπτεμβρίου, τάγματα της Χρυσής Αυγής επιτέθηκαν βίαια σε μέλη του Κομμουνιστικού Κόμματος Ελλάδας και στις 18 του μήνα δολοφονήθηκε δημοσίως από χρυσαυγίτες ο τραγουδιστής και αντιφασίστας Παύλος Φύσσας. Η τελευταία αυτή πράξη ώθησε τον υπουργό Δημόσιας Τάξης, κατόπιν συνεννόησης με τον τότε πρωθυπουργό, να απευθυνθεί άμεσα στη Γενική Εισαγγελέα του Αρείου Πάγου και να ζητήσει την άσκηση ποινικής δίωξης κατά όλων των εμπλεκομένων. Από εκείνο το σημείο και μετά, τα πράγματα πήραν την πορεία τους. Οι δύο υποθέσεις συγχωνεύτηκαν με άλλες εκκρεμείς δικογραφίες κατά μελών της Χρυσής Αυγής –μεταξύ των οποίων η ιδιαιτέρως βίαιη επίθεση κατά Αιγυπτίων ψαράδων που τραυματίστηκαν σοβαρά– και, ύστερα από μακρά έρευνα, τον Φεβρουάριο του 2015 απαγγέλθηκε ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Αθηνών ένα κατηγορητήριο άνω των 1.000 σελίδων κατά συνολικά 69 ατόμων, μεταξύ των οποίων και όλοι οι βουλευτές της Χρυσής Αυγής κατά την περίοδο 2012-2015.

Ποινική διαδικασία ενώπιον του δικαστηρίου

Το δικαστήριο ξεκίνησε την προφορική διαδικασία στις 20 Απριλίου 2015 και χρειάστηκε συνολικά πεντέμισι έτη έως την έκδοση των αποφάσεών του. Η μεγάλη διάρκεια της διαδικασίας οφείλεται σε μια σειρά από αιτίες: ο μεγάλος αριθμός των κατηγορούμενων με τους συνηγόρους τους, ένας μεγάλος αριθμός πολιτικών εναγόντων με τους δικηγόρους τους, εκατοντάδες μάρτυρες που έπρεπε να εξεταστούν, το έντονο ενδιαφέρον για τη δίκη, τεχνικές δυσκολίες για την εξεύρεση κατάλληλης αίθουσας συνεδριάσεων κλπ. εξηγούν την καθυστέρηση. Στα ανωτέρω προστίθενται και τα λεπτά νομικά ζητήματα που έπρεπε να απαντηθούν και τα οποία συνδέονταν με την ιδιαίτερη φύση των εγκλημάτων που αποδίδονταν στους κατηγορούμενους.

Το πλέον σημαντικό από αυτά τα ζητήματα ήταν η ερώτηση σχετικά με την ύπαρξη εγκληματικής οργάνωσης. Υπό ποιες προϋποθέσεις μπορεί ένα πολιτικό κόμμα, που συμμετέχει στις εκλογές και εκπροσωπήθηκε στη Βουλή επί σειρά ετών, να χαρακτηριστεί εγκληματική οργάνωση έτσι όπως αυτή ορίζεται στο ποινικό δίκαιο; Δεν υπάρχει άραγε κάποιου είδους «κομματικό προνόμιο» εάν λάβει κανείς υπόψη ότι, σύμφωνα με το ελληνικό Σύνταγμα, τα πολιτικά κόμματα απολαμβάνουν ιδιαίτερης προστασίας και, κατά τα προβλεπόμενα στο άρθρο 29 παράγραφος 1, μπορούν να ιδρύονται ελεύθερα;

Απαγόρευση πολιτικών κομμάτων στη Γερμανία

Για λόγους σύγκρισης, στη Γερμανία προβλέπεται μια ειδική διαδικασία ενώπιον του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου (Bundesverfassungsgericht), η οποία μπορεί να οδηγήσει στην απαγόρευση ενός κόμματος, εάν αυτό, με βάση τους σκοπούς του ή τη συμπεριφορά των οπαδών του, επιδιώκει «…να θίξει ή να καταργήσει την ελεύθερη δημοκρατική τάξη ή να θέσει σε κίνδυνο την ύπαρξη της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας…» (άρθρο 21, παράγραφος 2 του Συντάγματος). Στο σημείο αυτό αξίζει να υπενθυμίσουμε ότι στη δεκαετία του 1950, δηλαδή στην αρχική περίοδο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας, δύο κόμματα –αφενός το Σοσιαλιστικό Κόμμα του Ράιχ [Sozialistische Reichspartei], το οποίο είχε ιδεολογική συγγένεια με το Εθνικοσοσιαλιστικό Γερμανικό Εργατικό Κόμμα (NSDAP), και αφετέρου το Κομμουνιστικό Κόμμα Γερμανίας– απαγορεύτηκαν από το Ομοσπονδιακό Συνταγματικό Δικαστήριο[1]. Έκτοτε ιδρύθηκαν κόμματα για τα οποία υπήρχαν υπόνοιες ότι επεδίωκαν ακραίους και αντισυνταγματικούς σκοπούς (NPD, DKP). Εντούτοις, στην πλειονότητα των περιπτώσεων δεν επιλέχθηκε η οδός της απαγόρευσης, αλλά κόμματα των δύο άκρων του πολιτικού φάσματος επιχειρήθηκε να αντιμετωπιστούν πολιτικά και όχι νομικά. Σε αυτό συνέβαλε πιθανότατα και το γεγονός ότι οι δύο απόπειρες απαγόρευσης του NPD απέτυχαν, η πρώτη λόγω αναστολής της διαδικασίας με πρωτοβουλία του Ομοσπονδιακού Συνταγματικού Δικαστηρίου[2] και η δεύτερη επειδή, αν και το κόμμα θεωρήθηκε αντισυνταγματικό, κατά την άποψη του Δικαστηρίου ήταν πολιτικά ασήμαντο ώστε να δικαιολογείται απαγόρευση βάσει του άρθρου 21[3]

Η Χρυσή Αυγή ως εγκληματική οργάνωση

Και στην Ελλάδα, τα αποκαλούμενα «κόμματα του συνταγματικού τόξου», ήτοι όλες οι δυνάμεις πλην της Χρυσής Αυγής, προτίμησαν επί σειρά ετών να αντιπαρατεθούν πολιτικά με το ακροδεξιό κίνημα και έτσι να το νικήσουν. Αυτό το πέτυχαν στις πρόσφατες βουλευτικές εκλογές, τον Ιούλιο του 2019, στις οποίες η Χρυσή Αυγή έλαβε ποσοστό πολύ μικρότερο του 3% που απαιτείται για την είσοδο στην ελληνική Βουλή. Τα αρμόδια κρατικά όργανα δεν περιορίστηκαν, όμως, στην πολιτική αντιπαράθεση με τη Χρυσή Αυγή αλλά κίνησαν διαδικασία ποινικής δίωξης κατά των βασικών μελών του κόμματος και μερίμνησαν ώστε, κατά τη διάρκεια της μακράς δίκης ενώπιον του Τριμελούς Εφετείου Κακουργημάτων Αθηνών, να έρθουν στο φως λεπτομέρειες για την παραστρατιωτική δομή και τις εγκληματικές δραστηριότητες του κόμματος, λεπτομέρειες οι οποίες πιθανότατα επηρέασαν τη συμπεριφορά των ψηφοφόρων και απέτρεψαν πολλούς πολίτες από το να το στηρίξουν.

Όπως αναφέρθηκε στην αρχή, οι αποφάσεις του Εφετείου που αφορούν τη Χρυσή Αυγή εκδόθηκαν τον Οκτώβριο και έγιναν δεκτές από την κοινή γνώμη με ιδιαίτερα θετικό τρόπο. Είναι φανερό ότι μια σαφής πλειοψηφία του πληθυσμού θεωρεί δίκαιο το γεγονός ότι ολόκληρη η ηγεσία της Χρυσής Αυγής βρίσκεται πλέον στη φυλακή – και μάλιστα για πολλά χρόνια. Παρά, όμως, την ευρεία αποδοχή των αποφάσεων, η μαζική δίκη που εφαρμόστηκε για πρώτη φορά κατά του ακροδεξιού κόμματος δεν ήταν απαλλαγμένη από νομικές ιδιαιτερότητες.

Το ζήτημα που χρειαζόταν ιδιαίτερη διευκρίνιση, όπως αναφέραμε, ήταν κυρίως υπό ποιες προϋποθέσεις ένα κόμμα μπορεί να χαρακτηριστεί ως «εγκληματική οργάνωση» και έτσι να απαγορευθεί στην πράξη από ένα ποινικό δικαστήριο. Ειδική διαδικασία απαγόρευσης δεν προβλέπεται στο ελληνικό Σύνταγμα, όπως αυτή που ισχύει στη Γερμανία· συνακόλουθα τίθεται το ερώτημα εάν τα πολιτικά κόμματα, λόγω της συνταγματικής τους θέσης, απολαμβάνουν προνομιακής προστασίας και είναι απρόσβλητα από ποινικές διώξεις.

Η απάντηση του Εφετείου Αθηνών είναι σαφής: ακόμη και τα πολιτικά κόμματα μπορούν να συνιστούν εγκληματικές οργανώσεις εφόσον πληρούν τις σχετικές ποινικές προϋποθέσεις. Το αποτέλεσμα αυτό είναι ακόμη πιο αξιοσημείωτο, δεδομένου ότι η αρμόδια εισαγγελέας είχε προτείνει να μη θεωρηθεί η Χρυσή Αυγή εγκληματική οργάνωση. Ωστόσο το Δικαστήριο υιοθέτησε ομόφωνα διαφορετική άποψη, λαμβάνοντας υπόψη ότι τα πολιτικά κόμματα στην Ελλάδα μπορούν μεν να ιδρύονται ελεύθερα, συγχρόνως όμως –όπως ρητά ορίζει το άρθρο 29 παράγραφος 1 του Συντάγματος– οφείλουν με την οργάνωση και τη δράση τους να υπηρετούν το ελεύθερο δημοκρατικό σύστημα. Αυτά τα χαρακτηριστικά οπωσδήποτε απουσίαζαν στην περίπτωση της Χρυσής Αυγής, γεγονός που επέτρεψε στο Δικαστήριο να καταδικάσει τον αρχηγό της οργάνωσης μαζί με την ηγετική της ομάδα, δηλαδή συνολικά 18 άτομα, σε ποινές κάθειρξης άνω των 13 ετών.

Το επόμενο σημείο αφορούσε την αναγνώριση ελαφρυντικών περιστάσεων. Έκπληξη προκάλεσε το γεγονός ότι η εισαγγελέας δεν ήταν αρνητική ακόμα και στο να αναγνωρίσει ελαφρυντικές περιστάσεις σε ορισμένους από τους πρωταγωνιστές κατηγορούμενους. Ωστόσο και σε αυτό το πλαίσιο το Δικαστήριο ακολούθησε αυστηρή γραμμή και δεν υιοθέτησε την εισαγγελική πρόταση.

Τέλος, υπήρξε διαμάχη σχετικά με την άμεση εκτέλεση των ποινών. Τούτο διότι πρόκειται περί αποφάσεων πρωτοβάθμιου δικαστηρίου οι οποίες μπορούν καταρχήν να προσβληθούν με έφεση ενώπιον του Πενταμελούς Εφετείου και στη συνέχεια με αίτηση αναιρέσεως ενώπιον του Αρείου Πάγου (Ανώτατο Δικαστήριο της Ελλάδας για αστικές και ποινικές υποθέσεις). Λόγω της διαδικασίας που περιλαμβάνει περισσότερους βαθμούς δικαιοδοσίας, το δικαστήριο που έχει εκδώσει την απόφαση αποφασίζει εάν η εκτέλεση της ποινής θα ανασταλεί προσωρινά, λαμβάνοντας υπόψη τα πιθανά ή ήδη ασκηθέντα ένδικα μέσα. Η ποινική έδρα και σε αυτό το σημείο δεν έκανε χρήση της δυνατότητας αυτής και διέταξε την άμεση εκτέλεση των αποφάσεών του. Κατόπιν τούτου, οι καταδικασθέντες οδηγήθηκαν άμεσα στη φυλακή, πλην δύο εξαιρέσεων: ένα προβεβλημένο μέλος της Χρυσής Αυγής διέφυγε και αναζητείται από την αστυνομία, ενώ ένα άλλο μέλος της κατέφυγε στις Βρυξέλλες επικαλούμενο την ιδιότητα του ευρωβουλευτή.

Θετικές αντιδράσεις του πληθυσμού

Αξίζει να αναφερθεί επίσης ότι την ημέρα της ανακοίνωσης της απόφασης συγκεντρώθηκαν χιλιάδες άνθρωποι μπροστά από το Εφετείο, με την προσδοκία ότι το δικαστήριο θα καταδίκαζε τους κατηγορούμενους για σοβαρά εγκλήματα, και με τον ίδιο δυναμικό και ξεκάθαρο τρόπο χαιρέτισαν την απόφαση. Ακόμη κι αν αυτή η αντίδραση μπορεί σε αυτήν την ιδιαίτερη περίπτωση να γίνει κατανοητή από την ανθρώπινη πλευρά της, από την άλλη θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ότι με τον τρόπο αυτό ασκήθηκε –συνειδητά ή ασυνείδητα– πίεση στους δικαστές, η οποία θα ήταν προτιμότερο να είχε αποφευχθεί, ώστε το δικαστήριο να αποφασίσει απολύτως ανεπηρέαστο. Η ασυνήθιστη αυτή συνθήκη δεν είναι ωστόσο ικανή να μειώσει τη βαρύτητα της απόφασης του Ποινικού Τμήματος του Εφετείου κατά της Χρυσής Αυγής. Με τις αυστηρές ποινές που επέβαλε, το δικαστήριο αντιμετώπισε τη νεοναζιστική οργάνωση Χρυσή Αυγή σύμφωνα με τον νόμο και το δίκαιο και τιμώρησε τις εγκληματικές πράξεις των προβεβλημένων μελών της ανάλογα με τη σοβαρότητά τους. Μένει να ελπίζουμε ότι η υπόθεση «Χρυσή Αυγή» έχει πλέον κλείσει οριστικά. 

 

Το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στα γερμανικά στις 20 Νοεμβρίου 2020 στο www.boell.de.


 


[1] Βλ. απόφαση του BundesverfassungsgerichtBVerfGE [συλλογή αποφάσεων του Bundesverfassungsgericht] 2, 1 επ., και 5, 85 επ.

[2] Απόφαση του Bundesverfassungsgericht της 18ης Μαρτίου 2003, 2 BvB [διαδικασία για τη διαπίστωση του αντισυνταγματικού χαρακτήρα κόμματος] 2/01, 2/01 και 3/01.

[3] Απόφαση του Bundesverfassungsgericht της 17ης Ιανουαρίου 2017, 2 BvB 1/13.